ροηστρόφος

ροηστρόφος
ο, Ν
(ηλεκτρ.) ηλεκτρικός διακόπτης διπλής ενέργειας, αλλ. γυροτρόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ροή + στρέφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”